Τα λιοτρίβια του τριμήνου...εκεί που χάνεται η αξία του ελαιόλαδου

Ο χώρος που συνδέει τον παραγωγό με την αγορά, είναι το ελαιοτριβείο και στην ελληνική περίπτωση «παίζεται» η τύχη του προϊόντος σε μια «συστάδα» χωριών, λόγω της παλαιάς κοπής προσέγγισης από πλευράς ελαιοτριβέων που αναφέρουν παραγωγοί στο Ελαίας Καρπός.

Η διαπίστωση της προβληματικής ελαιοποίησης που γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι νέα. Νέα είναι όμως η ένταση της αγωνίας που εκφράζεται από τις τάξεις δραστήριων παραγωγών, εν όψει της νομοτελειακής μετάβασης της εγχώριας παραγωγής ελαιολάδου στην εποχή της πράσινης βιωσιμότητας και της ποιότητας, καθώς και του εντεινόμενου ανταγωνισμού από παίκτες όπως η Τυνησία και το Μαρόκο. «Δουλεύω εδώ και χρόνια με βιολογικό αγουρέλαιο» αναφέρει παραγωγός από τη Μεσσηνία στο Ελαίας Καρπός, «γιατί το ζητά η αγορά και παίρνω τουλάχιστον ένα ευρώ πάνω από τη μέση τιμή της αγοράς, όμως ακόμα δεν έχω καταφέρει να βγάλω το ελαιόλαδο που θέλω, γιατί δυσκολεύομαι να συνεργαστώ με τα ελαιοτριβεία της περιοχής» αναφέρει χαρακτηριστικά.    

Η έλλειψη ανταγωνισμού ανάμεσα σε ελαιοτριβείς που βολεύονται με την τρίμηνη λειτουργία διατηρώντας παράλληλα «τίτλους ευγένειας» ελέω μακράς οικογενειακής παράδοσης, η διαμόρφωση τοπικών δικτύων διαπλοκής με μεσίτες-εμπόρους και καταστήματα εφοδίων, οι «διευκολύνσεις» πίστωσης σε παραγωγούς, κρατούν σε άλλες δεκαετίες εγκλωβισμένη την εγχώρια ελαιοπαραγωγή. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι όσοι παραγωγοί επέλεξαν τελικά το δρόμο του branding, των πιστοποιήσεων και της ποιότητας, υποχρεώθηκαν να επενδύσουν σε δικά τους μηχανήματα, προκειμένου να καταφέρουν να βγάλουν το τελικό προϊόν με το οποίο στη συνέχεια δοκίμασαν την τύχη τους στις αγορές.

Φυσικά και εδώ έγκειται ένα ζήτημα που σχετίζεται με τις μικρές ποσότητες και τη διαπραγματευτική ισχύ που συνεπάγονται αυτές όταν το ελληνικό ελαιόλαδο έρχεται αντιμέτωπο με τις διεθνείς αγορές. Υπό αυτήν την έννοια, ο δρόμος αυτός δεν μπορεί να δώσει τη λύση στο διαχρονικό πλέον ζήτημα των ελαιοτριβείων περιορισμένων δυνατοτήτων και συγκεκριμένης θεώρησης, που φαίνεται ότι κυριαρχούν στα περισσότερα παραγωγικά κέντρα. Μάλιστα όσο λιγότερο φαίνονται στο προσκήνιο περιοχές που διατηρούν και αυτές παράδοση στην ελαιοκαλλιέργεια με κρίσιμους όγκους που πιέζουν την αγορά, όπως η Κεντρική Ελλάδα, η Εύβοια, η Λέσβος, τόσο πιο συχνό είναι το φαινόμενο της μέτριας ελαιοποίησης.  Με άλλα λόγια, πρόκειται για έναν ακόμα παράγοντα μη ανάπτυξης του ελληνικού ελαιολάδου.

H έλλειψη ανταγωνισμού και η πάγια καχυποψία

«Ο κλάδος δεν αποτελείται αποκλειστικά από επαγγελματίες» παραδέχεται ο Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, η οικογένεια του οποίου διατηρεί ελαιοτριβεία στη Μεσσηνία και διαθέτει στην αγορά το βραβευμένο brand ελαιόλαδου One and Olive. «Αρκετοί έχουν βάλει ταβάνι στη δραστηριότητά τους και λειτουργούν δυο, τρεις μήνες το χρόνο και είναι ικανοποιημένοι από αυτό. Τώρα πώς διατηρούνται στην αγορά; Όλοι περιμέναμε ότι μετά από την κρίση θα είχε καθαρίσει κάπως το τοπίο. Πράγματι μερικοί βγήκαν από την αγορά, ωστόσο υπάρχουν ακόμα περιπτώσεις που πληρώνουν στο χέρι χωρίς παραστατικά, που ρίχνουν δικαιώματα για να μαζέψουν ποσότητες» περιγράφει ο ίδιος.

Πράγματι, φαίνεται πως η λογική αυτή ενθαρρύνει την ελληνική παραγωγή να ακολουθήσει το δρόμο της μετριότητας και των φλύαρων ποσοτήτων. Ενεργοβόρα τριφασικά ελαιοτριβεία με «φριτέζες» όπως σχολιάζουν αρκετοί, που αλλάζουν το νερό μια φορά την ημέρα και αφού μαυρίσει, έχοντας πλησιάσει θερμοκρασίες βρασμού για να αυξηθεί η απόδοση του καρπού και που υποχρεώνουν τον παραγωγό να κρατά τον καρπό στο σακί για καμιά βδομάδα μέχρι να έρθει η σειρά του να παραδώσει, μη γνωρίζοντας τι θα παραλάβει από την άλλη άκρη της γραμμής παραγωγής. Η περιγραφή αυτή βρίσκεται στα μυαλά των περισσότερων παραγωγών και συντελεστών του κλάδου και στερεί τη διεκδίκηση τιμών, από μια αγορά που έχει προχωρήσει πλέον στον κανόνα της ψυχρής έκθλιψης και των διφασικών μηχανημάτων, τόσο στην Ιταλία, όσο και στην Ισπανία σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών η οποία καταγράφει την τάση αυτή.

Διαφαίνεται πάντως και μια στροφή, σύμφωνα με τον Δημήτρη Αναγνωστόπουλο. «Όσο εισρέουν στον κλάδο άνθρωποι που η συγκυρία του έκανε να επιστρέψουν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, είτε είναι ελαιοτριβείς είτε καλλιεργητές, αντιμετωπίζουν την όλη κατάσταση με περισσότερο επαγγελματισμό. Φέρνουν δηλαδή τη νοοτροπία που αναπτύσσουν σε άλλους κλάδους σε αυτό το παραγωγικό κομμάτι» παρατηρεί ο συνομιλητής μας. Σύμφωνα με τον ίδιο, όσο κορυφώνεται ο ανταγωνισμός που διαχωρίζει μεταξύ τους τα ελαιοτριβεία και που δίνει περισσότερες επιλογές στους παραγωγούς, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αντιστραφεί το κλίμα αυτό.

Μini διφασικό για πλήρη έλεγχο

Ακριβώς αυτή η κατάσταση στα ελαιοτριβεία της χώρας, είναι που ώθησε ορισμένους παραγωγούς στην επένδυση σε «ατομικά» διφασικά μηχανήματα, που έχουν το μέγεθος μιας βιβλιοθήκης αλλά μπορούν να επεξεργάζονται μέχρι και 10 τόνους ελιές, όγκους δηλαδή που περιορίζονται σε επίπεδο οικοτεχνίας. Ένας από αυτούς είναι και ο κ. Προβατάς, ο οποίος έχει στο μυαλό του την ετικέτα τα επόμενα χρόνια, ωστόσο πρώτα θέλησε να δοκιμάσει τις δυνατότητες του ελαιώνα του, ο οποίος παράγει καρπό για επιτραπέζια χρήση κατά προτεραιότητα. 

                                                                       

Σχόλια


ο Θεολόγος από ψηλά